γεώμηλο

γεώμηλο
το
1. η πατάτα, το φυτό Σολανό το κονδυλώδες
2. ο υπόγειος κόνδυλος τού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. pomme de terrre. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Γρηγ. Παλαιολόγο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”